γύαλος

γύαλος
γύαλος ο (Α)
κύβος, τετράγωνη πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή τού τ. γυλλός*, η οποία προήλθε από σύγχυση τού -α- και τού -λ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γύαλος — cubical stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλους — γύαλος cubical stone masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγύαλος — ἐπιγύαλος, ον (Α) με κοίλη επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γύαλος «κοίλος»] …   Dictionary of Greek

  • σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

  • γυάλοιο — γύαλον hollow neut gen sg (epic) γύαλος cubical stone masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλοις — γύαλον hollow neut dat pl γύαλος cubical stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλοισι — γύαλον hollow neut dat pl (epic ionic aeolic) γύαλος cubical stone masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλοισιν — γύαλον hollow neut dat pl (epic ionic aeolic) γύαλος cubical stone masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλου — γύαλον hollow neut gen sg γύαλος cubical stone masc gen sg γυάλας a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυάλων — γύαλον hollow neut gen pl γύαλος cubical stone masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”